παπᾶ

παπᾶ
παπᾶ, v. sq. 1 and fin.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • πάπα — πάπᾱ , παπάω handle pres imperat act 2nd sg πάπᾱ , παπάω handle imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπᾶ — παπάω handle pres subj act 1st sg (doric aeolic) παπάω handle pres ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπᾷ — παπάω handle pres subj mp 2nd sg παπάω handle pres ind mp 2nd sg (epic) παπάω handle pres subj act 3rd sg παπάω handle pres ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Παπά Χάνια — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 80 μ.) στην πρώην επαρχία Ολυμπίας του νομού Ηλείας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Διασέλλων …   Dictionary of Greek

  • Παπά, Κατίνα — (1903 – 1959). Ελληνίδα πεζογράφος. Έγραψε διηγήματα και μυθιστορήματα, σημαντικότερα από τα οποία θεωρούνται τα εξής: Στη συκαμινιά από κάτω (1938), που της χάρισε το βραβείο της Ακαδημίας Αθηνών, Αν άλλαζαν όλα (1948), και το μυθιστόρημα Σ’ ένα …   Dictionary of Greek

  • Παπα-Βοριάς — Ιερέας στην πόλη Ρέθυμνο της Κρήτης, ευρισκόμενος εκεί στην άλωσή της από τους Τούρκους (Νοέμβριος 1645). Μεταξύ των αιχμαλώτων ήταν και οι τρεις κόρες του. Μια από αυτές, ονομαστή στο Ρέθυμνο για τα κάλλη της, δόθηκε ως δώρο στον σουλτάνο Μεχμέτ …   Dictionary of Greek

  • παπά-Ευτύμ — Όνομα με το οποίο είναι γνωστός ο Ευθύμιος Καραχισαρίδης, Μικρασιάτης ορθόδοξος ιερέας, που προσχώρησε στο εθνικιστικό κίνημα των Τούρκων, ως αρχηγός των δήθεν τουρκικής καταγωγής ορθόδοξων χριστιανών της Μικράς Ασίας. Ο Π.Ε. πήγε στην… …   Dictionary of Greek

  • Παπα-Ντιμίτροφ, Εμμανουήλ — (1887 – 1943). Βούλγαρος ποιητής. Σπούδασε στα πανεπιστήμια της Σόφιας, του Βελιγραδίου, του Moνπελιέ και του Φρίμπουργκ. Πρωτοεμφανίστηκε ως ποιητής το 1906 και από τότε δημοσίευσε πολλές συλλογές, σπουδαιότερες από τις οποίες ήταν οι εξής: Η… …   Dictionary of Greek

  • Μπούμη-Παπά, Ρίτα — (Σύρος 1906 – 1984). Παιδαγωγός και ποιήτρια, σύζυγος του ιστορικού της νεοελληνικής λογοτεχνίας Νίκου Παπά. Σπούδασε παιδαγωγικά στην Ιταλία, όπου παράλληλα μελέτησε την ιταλική και τη γαλλική λογοτεχνία. Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ανέλαβε τη… …   Dictionary of Greek

  • πάπαν — πάπᾱν , παπάω handle imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) πάπᾱν , παπάω handle imperf ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • παπᾶς — παπᾶ̱ς , παπάω handle pres ind act 2nd sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”